συνισχναίνω

συνισχναίνω
Α
1. μαζί με κάποιον άλλο συντελώ στην περιστολή, λιγοστεύω κάτι από κοινού με άλλον («ἀλλ' ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ συνισχνανεῑ», Ευρ.)
2. παθ. συνισχναίνομαι
α) συστέλλομαι, ξηραίνομαι («αἱ φλέβες κακοῡνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται», Ιπποκρ.)
β) γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω επίσης («ἀναλόγως τὸ λοιπὸν σῶμα συνισχναίνεσθαι τοῑς προειρημένοις μέρεσι», Αντυλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἰσχναίνω «κάνω κάποιον ισχνό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνισχνανεῖ — συνισχναίνω shrivel up fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) συνισχναίνω shrivel up fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνισχναίνονται — συνισχναίνω shrivel up pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνισχναίνεσθαι — συνισχναίνω shrivel up pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνισχναίνονται — συνισχναίνω shrivel up pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”